καλόνυμφος

καλόνυμφος
καλόνυμφος, -ον (Μ)
το θηλ. ως ουσ. η καλόνυμφος
καλή, ωραία νύφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό-νυμφος, νεό-νυμφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”